- ρεβεγιόν
- Noel, Yılbaşı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ρεβεγιόν — το, Ν νυχτερινή γιορτή ή διασκέδαση την παραμονή τών Χριστουγέννων και τής Πρωτοχρονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reveillon (< ρ. reveiller «ξυπνώ»)] … Dictionary of Greek
ρεβεγιόν — το (λ. γαλλ.), νυχτερινή γιορτή των καθολικών την παραμονή των Χριστουγέννων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)